- /εκ. κουρελιασμένος
- [αμπαρόνα] ουσ θ άμυνα
Русско-эллинский словарь. 2014.
Русско-эллинский словарь. 2014.
κουρελιάρικος — η, ο [κουρελλιάρης] 1. αυτός που έχει μεταβληθεί σε κουρέλι, κουρελιασμένος 2. ντυμένος με κουρέλια, ρακένδυτος, κουρελιάρης … Dictionary of Greek
λακιστός — ή, ό (Α λακιστός, ή, όν) [λακίζω] σχιστός, σχισμένος, κουρελιασμένος αρχ. φρ. «λακιστός μόρος» θάνατος από κατασπάραξη … Dictionary of Greek
ράγκταϊμ — (rag time). Μουσικός όρος της αγγλικής γλώσσας (κατά λέξη: «κουρελιασμένος χρόνος») που χαρακτηρίζει ένα είδος μουσικής σύνθεσης με ρυθμό έντονα συγκοπτόμενο το οποίο εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι. Άμεσος πρόγονος της τζαζ, το ρ.… … Dictionary of Greek
ρακόδυτος — ον, Α ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»] … Dictionary of Greek
ρακόεις — έσσα, εν, Α 1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος 2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ρακώδης — –ες / ῥακώδης, ῶδες, ΝΜΑ [ῥάκος] γεμάτος ράκη, κουρελιασμένος («χιτωνίσκος ῥακώδης», Δίων Κάσσ.) αρχ. γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶμα ῥακῶδες», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ρωγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος 2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεδι άς)] … Dictionary of Greek
ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
τζαντζαλοφορεμένος — η, ον, Μ (για ένδυμα) τριμμένος, κατατρυπημένος, κουρελιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάντζαλον + φορεμένος (< φορῶ), πρβλ. μαυρο φορεμένος] … Dictionary of Greek
τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι … Dictionary of Greek